- ὄμφακι
- ὄμφαξunripe grapefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀμφακιτίδων — ὀμφακῑτίδων , ὀμφακῖτις unripe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτην — ὀμφακί̱την , ὀμφακίτης unripe masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτης — ὀμφακί̱της , ὀμφακίτης unripe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτιδας — ὀμφακί̱τιδας , ὀμφακῖτις unripe fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτιδες — ὀμφακί̱τιδες , ὀμφακῖτις unripe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτιδος — ὀμφακί̱τιδος , ὀμφακῖτις unripe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτισιν — ὀμφακί̱τισιν , ὀμφακῖτις unripe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφακίτου — ὀμφακί̱του , ὀμφακίτης unripe masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμφαξ — ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, ακος, ἡ και σπαν. ὁ) παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν» (από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι αυτό δεν τα επιχειρεί μσν. αρχ. άγουρη ρώγα ή… … Dictionary of Greek